- σηκοκόρος
- σηκο-κόρος, ὁ, ἡ, ([etym.] κορέω)A cleaner of a stable, byre, or pen, herdsman, Od.17.224, Poll.7.151, Suid.; cf. σηκηκόρος.II chapel-keeper, Zonar.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σηκοκόρος — cleaner of a stable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηκοκόρος — ὁ, ἡ, ΜΑ, και σηκηκόρος, ὁ, ἡ, Α αυτός που καθαρίζει τον στάβλο ή την μάντρα, ο βοσκός μσν. (κατά τον Ζων.) «νεωκόρος, φύλαξ ναΐσκου». [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα», αλλά και «κυρίως ναός» + κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω… … Dictionary of Greek
σηκοκόρον — σηκοκόρος cleaner of a stable masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… … Dictionary of Greek
νεωκόρος — ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος) (γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής νεοελλ. (ειδικά)… … Dictionary of Greek
σηκηκόρος — ὁ, ἡ, Α βλ. σηκοκόρος … Dictionary of Greek